- παλιόχαρτο
- το1. κομμάτι χαρτιού φθαρμένο ή άχρηστο2. τίτλος ή χαρτονόμισμα χωρίς αξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + χαρτί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιόχαρτο — το 1. χαρτί κακής ποιότητας ή κομμάτι άχρηστου χαρτιού. 2. έγγραφο ή χαρτονόμισμα χωρίς αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek